δεκάδραχμο

δεκάδραχμο
Νόμισμα, ασημένιο ή χρυσό, που κυκλοφόρησε από τον 5o έως τον 3o αι. π.Χ. στην Ελλάδα, στη Σικελία και στην Καρχηδόνα και ισοδυναμούσε με 10 δραχμές. Η ασημένια έκδοση θεωρείται η τελειότερη κατασκευή του. Περίφημα είναι τα δ. που υπογράφηκαν από τον Κίμωνα κατά τον 5o αι. π.Χ. Δ. έκοψαν επίσης ο Μέγας Αλέξανδρος και οι Πτολεμαίοι. Δεκάδραχμο των αρχών του 5oυ αι. π.Χ. από τις Συρακούσες, με την κεφαλή της Άρτεμης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεκάδραχμος — η, ο 1. αυτός που έχει αξία δέκα δραχμών: Μου έδωσε ένα δεκάδραχμο νόμισμα. 2. το ουδ. ως ουσ., δεκάδραχμο νόμισμα μεταλλικό αξίας δέκα δραχμών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκάδραχμος — η, ο (Α δεκάδραχμος, ον) αυτός που έχει αξία δέκα δραχμών νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δεκάδραχμο μεταλλικό νόμισμα αξίας δέκα δραχμών, δεκάρικο αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο δεκάδραχμος φορολογούμενος που πληρώνει ως φόρο δέκα δραχμές …   Dictionary of Greek

  • δεκάρι — το 1. ποσότητα δέκα ομοειδών πραγμάτων, δεκάδα («ένα δεκάρι χαρτοφάκελα») 2. νόμισμα δεκάδραχμο, το δεκάρικο 3. το παιγνιόχαρτο που έχει δέκα έγχρωμα σήματα («δεκάρι καρό, κούπα σπαθί, μπαστούνι», «ρίξε ένα δεκάρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα +… …   Dictionary of Greek

  • δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… …   Dictionary of Greek

  • ευαίνετος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο μεγαλύτερος χαράκτης νομισμάτων της αρχαιότητας (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Εργάστηκε στα νομισματοκοπεία των Συρακουσών, της Κατάνης και της Καμάρινας. Στις Συρακούσες δημιούργησε τρεις τύπους νομισμάτων με γυναικείες… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • δεκάρικος — η, ο 1. αυτός που έχει αξία μιας δεκάρας, ασήμαντος: Μας έβγαλε ένα δεκάρικο λόγο. 2. το ουδ. ως ουσ., δεκάρικο νόμισμα αξίας δέκα ευρώ (στο παρελθόν, δέκα δραχμών), δεκάδραχμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”